- σκυμμένος
- η , ο нагнувшийся, согнувшийся; наклонённый, склонённый;
με σκυμμένο κεφάλι — понурый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
με σκυμμένο κεφάλι — понурый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
άσκυφτος — η, ο 1. αυτός που δεν σκύβει ή δεν είναι σκυμμένος 2. αυτός που δεν υποκύπτει σε κανένα, ο ελεύθερος … Dictionary of Greek
αλαφροσκυμμένος — η, ο αυτός που έχει σκύψει ελαφρά, λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + σκυμμένος < σκύφτω] … Dictionary of Greek
επικυπτάζω — ἐπικυπτάζω (Μ) σκύβω και παρατηρώ προσεκτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κυπτάζω «είμαι σκυμμένος, τριγυρίζω», θαμιστικό τού κύπτω «σκύβω»] … Dictionary of Greek
ιθύκυφος — ἰθύκυφος, ύφη, ον (Α) (για το άνω τμήμα τής σπονδυλικής στήλης) αυτός που σχηματίζει κοιλότητα στο μπροστινό μέρος, αυτός που φαίνεται ευθύς από μπροστά και κυρτός προς τα πίσω από τα πλάγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + κυφός «σκυμμένος»] … Dictionary of Greek
κλιτός — Καθένας από τους τρεις ή πέντε διαδρόμους στους οποίους διαιρούνται με ενδιάμεσες κιονοστοιχίες οι παλιοί χριστιανικοί ναοί και ιδιαίτερα οι βασιλικές. Με τον όρο αυτό, εξάλλου, χαρακτηρίζεται στην τοπογραφία η κλίση τμήματος εδάφους. * * * ή, ό… … Dictionary of Greek
σκύβω — σκύβω, έσκυψα, σκυμμένος βλ. πίν. 7 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σκυφτός — ή, ό επίρρ. ά σκυμμένος: Καθόταν σκυφτός και συλλογισμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκύβω — και σκύφτω έσκυψα, σκυμμένος 1. κλίνω το κορμί προς τα εμπρός: Έσκυψα και μάζεψα τα σκουπίδια από το πάτωμα. 2. υποτάσσομαι: Δε σκύβει μπροστά στους ισχυρούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)